- ὀκτωκαιεικοσίφθογγος
- ὀκτωκαιεικοσίφθογγος, ον,A of twenty-eight notes, Nicom.Exc.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οκτωκαιεικοσίφθογγος — ὀκτωκαιεικοσίφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει είκοσι οκτώ φθόγγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + φθόγγος] … Dictionary of Greek